δοκοῦνθ' — δοκοῦντα , δοκέω expect pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δοκοῦντα , δοκέω expect pres part act masc acc sg (attic epic doric) δοκοῦντι , δοκέω expect pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) δοκοῦντι , δοκέω expect… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοῦντ' — δοκοῦντα , δοκέω expect pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δοκοῦντα , δοκέω expect pres part act masc acc sg (attic epic doric) δοκοῦντι , δοκέω expect pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) δοκοῦντι , δοκέω expect… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραδοκοῦντι — καρᾱδοκοῦντι , καραδοκέω wait for the outcome of pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) καρᾱδοκοῦντι , καραδοκέω wait for the outcome of pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьнѣти — МЬН|ѢТИ (>1000), Ю, ИТЬ гл. Думать, полагать: ѡнѣмъ мн˫ащемъ ˫ако братии полѹнощьноѥ пѣниѥ съвьрьшающемъ. ЖФП XII, 46г; и вьси мьн˫ахѹ ѧко поразилъ и ѥсть бѣсъ. СкБГ XII, 21в; и дьржю тѧ въ рѹкѹ своѥю ныне ||егоже азъ мьнѧхъ въ поганьскахъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
προσδιαστρέφω — Α διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek